- νηστικός
- νηστικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηστικός — (I) ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νηστικός, ή, όν) [νήστις] αυτός που δεν τρώει ή που δεν έχει φάει τίποτε για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το κανονικό, άσιτος νεοελλ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι πιωμένος ή που δεν έχει μεθύσει, ξεμέθυστος 2.… … Dictionary of Greek
νηστικός — ή, ό αυτός που δεν έφαγε, ο άσιτος: Ο χορτάτος το νηστικό δεν τον πιστεύει (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηστικόν — νηστικός of masc acc sg νηστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστικοῖς — νηστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστικοί — νηστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστικοῦ — νηστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστικῇ — νηστικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστική — νηστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστικήν — νηστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστικῶς — νηστικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)